υπακοή

υπακοή
υπακοή η
1) послушание – подчинение воле другого человека:

υπακοή στους γονείς — послушание родителям,

υπακοή στον πνευματικό — послушание духовнику,

κάνω υπακοή — быть, находиться в послушании. В монастырской жизни оно обозначает какое-нибудь дело, которое исполняет то или иное лицо в монастыре по назначению настоятеля;

2) ипакои – тропарь, исполняемый в воскресные и праздничные дни вместо седальнов. А так как седальны поются сидя, то под именем ипакои нужно понимать такой седален, который требует более внимательного слушания, чем обыкновенные седальны. Поэтому их нужно петь стоя. Ипакои поется или читается в конце третей песни канона

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπακοή" в других словарях:

  • ὑπακοῇ — ὑπακοή obedience fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπακοή — obedience fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπακοή — η / ὑπακοή, ΝΜΑ [υπακούω] 1. το να υπακούει κανείς, ευπείθεια (α. «υπακοή στους νόμους» β. «διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῡ ἐνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί», ΚΔ) 2. εκκλ. τροπάριο που αναγιγνώσκεται ή ψάλλεται στο τέλος τής τρίτης ωδής τού κανόνος,… …   Dictionary of Greek

  • υπακοή — η το να υπακούει κανείς, η ευπείθεια, η υποταγή, η πειθαρχία: Υπακοή στους νόμους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπακοῆι — ὑπακοῇ , ὑπακοή obedience fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπακοῆς — ὑπακοή obedience fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπακοήν — ὑπακοή obedience fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπακοῶν — ὑπακοή obedience fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με …   Dictionary of Greek

  • πειθαρχία — η, ΝΑ [πείθαρχος] το να υπακούει κανείς στις αρχές, στους ανωτέρους και σε καθετί που επιβάλλεται από νόμο ή διαταγή («πειθαρχία γὰρ ἐστι εὐπραξίας μήτηρ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. α) «στρατιωτική πειθαρχία» η αυστηρή υπακοή κάθε κατώτερου σε βαθμό… …   Dictionary of Greek

  • όπις — όπις, ιδος, ἡ (Α) 1. (με ή χωρίς τη λέξη θεών) α) (με κακή σημ.) η τιμωρία που ακολουθεί την παράβαση τών θείων νόμων, η εκδίκηση τών θεών, η θεία δίκη (α. «οὐδ ὄπιδα τρομέουσι θεῶν», Ομ. Οδ. β. «πρίν γ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν», Ησίοδ.) β) η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»